lundi 23 avril 2012


Ιστορία και λογοτεχνία

Του Στέφανου Κωνσταντινίδη

Με τον ίδιο τρόπο που η κονωνιολογία προσεγγίζει το λογοτεχνικό έργο ως κοινωνικό φαινόμενο σε μια προσπάθεια να μελετήσει την κοινωνία, τα άτομα, τις ομάδες, τις τάξεις, τις κοινωνικές αλλαγές και γενικά κάθε κοινωνικό φαινόμενο μέσα από αυτό, θα μπορούσε και η ιστορία να θέσει το ίδιο ερώτημα από τη δική της σκοπιά. Υπάρχουν μάλιστα και οι κοινωνιολόγοι που πιστεύουν πως ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να αποτελεί καθρέφτη μιας εποχής, αρκεί να του τεθούν τα σωστά ερωτήματα. Μutatis mutandis το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για την ιστορία. Ανάλογα δηλαδή ερωτήματα που θέτει ο κοινωνιολόγος στα λογοτεχνικά έργα, θα μπορούσε να θέσει και ο ιστορικός. Υπάρχει άλλωστε και μια ολόκληρη συζήτηση στις μέρες μας κατά πόσον η αναπαραγωγή από τη λογοτεχνία σημαντικών ιστορικών γεγονότων επηρεάζει και την πρόσληψη των ιστορικών για τα ίδια γεγονότα. Χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η συζήτηση που γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα για την λογοτεχνία της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου. Φυσικά στη λογοτεχνία υπάρχει η επινόηση, ο κόσμος του λογοτέχνη είναι μυθοπλαστικός, είναι δημιουργία με τη συμμετοχή της φαντασίας και της ποιητικής άδειας. Είναι δυνατόν επομένως ένα τέτοιο έργο, εν πολλοίς μυθοπλαστικό, να μελετηθεί στη βάση της ορθολογικής σκέψης και της εμπειρικής επιστήμης;
Κανένα λογοτεχνικό έργο, όσο «επινοημένο» και να είναι, δεν αναπτύσσεται σε ένα ιστορικό κενό. Η όποια επινόηση κινείται μέσα σε ένα κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο.

Πολιτική και λογοτεχνία

Του Στέφανου Κωνσταντινίδη

 
Η πολιτική προεκτείνεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην τέχνη και ιδιαίτερα στη λογοτεχνία. Η τέχνη για την τέχνη είναι μια ιδεαλιστική αντίληψη χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει πως η έκθεση των όποιων πολιτικών ιδεών, όσο σημαντικές και να είναι, είτε στην ποίηση είτε στην πεζογραφία, οδηγούν και σε λογοτεχνική δημιουργία. Για να μετουσιωθούν σε λογοτεχνία οι πολιτικές ιδέες χρειάζεται και η αισθητική καταξίωση. Έτσι μπορεί να έχουμε ένα καταξιωμένο αισθητικά λογοτεχνικό έργο με απορριπτέες πολιτικές ιδέες και αντίθετα να έχουμε καταξιωμένες πολιτικές ιδέες σε ένα έργο χωρίς αυτό να καταξιώνεται αισθητικά. Δεν θα συζητήσω εδώ για τη συλλογική νόρμα που παραπέμπει στον λογοτεχνικό κανόνα, ούτε πώς αυτή επιβάλλεται, ούτε και την αμφισβήτησή της. Στόχος μου είναι να αναφερθώ πολύ συνοπτικά σε τρία λογοτεχνικά έργα, τα δύο από τα οποία προκάλεσαν συζητήσεις, μερικές φορές έντονες, ενώ το τρίτο έχει τη δική του ήρεμη παρουσία.